- προσυνεδρεύω
- Α1. συνεδριάζω ή αποφασίζω σε συνέδριο προηγουμένως2. (η μτχ. ουδ. τού παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προσυνηδρευμένατα προαποφασισμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνεδρεύω «συνεδριάζω, συσκέπτομαι (< σύνεδρος)].
Dictionary of Greek. 2013.